χαιρετιστικός

χαιρετιστικός
χαιρετιστικός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαιρετιστικός — ή, ό / χαιρετιστικός, ή, όν, ΝΜ [χαιρετισμός] αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό …   Dictionary of Greek

  • χαιρετιστικοῖς — χαιρετιστικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετιστικοῦ — χαιρετιστικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετιστική — χαιρετιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”